- Φιλόφρονες
- Φιλόφρωνkindly disposedmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόφρονες — φιλόφρων kindly disposed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκδήλωση — η 1. έκφραση, εξωτερίκευση («εκδήλωση μίσους») 2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) εμφάνιση, ξέσπασμα («εκδήλωση κρίσης») 3. πληθ. οι εκδηλώσεις α) εξωτερικές ενδείξεις συναισθημάτων («φιλόφρονες, εχθρικές κ.λπ. εκδηλώσεις») β) συμπτώματα («εκδηλώσεις… … Dictionary of Greek
περιποίηση — η / περιποίησις, ήσεως ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. 1. πρόθυμη εξυπηρέτηση, στοργική μεταχείριση κάποιου, πρόθυμη παροχή υπηρεσιών σε κάποιον 2. υπηρεσία που παρέχεται αντί συγκεκριμένης αμοιβής («η περιποίηση τού αρρώστου ανατέθηκε σε ειδική… … Dictionary of Greek